Νικοπολίδης: «Εξαιρετική η προσέγγιση του Ολυμπιακού, από τον ΠΑΟ μου ζήτησαν να μην πάω!»
Συνέντευξη ζωής έδωσε ο Αντώνης Νικοπολίδης μιλώντας για όλους και για όλα! Μάλιστα αναφέρθηκε στην προσέγγιση που του έγινε τότε από τον Ολυμπιακό και τον λόγο που δέχτηκε να μπει στην «οικογένεια».
Ο Αντώνης Νικοπολίδης παραχώρησε συνέντευξη στη Lifo και μίλησε για όλους και για όλα. Αναφέρθηκε στα παιδικά του χρόνια, στην μετακίνησή του από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό και σε πολλές ακόμα πτυχές του.
«Είμαι μεγαλωμένος σε μια πολύ δύσκολη επαρχία, με μια δύσκολη ζωή, από γονείς πρόσφυγες, σε ένα χωριό της Άρτας. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου γεννήθηκαν στην τότε Σοβιετική Ένωση, είναι ποντιακής καταγωγής. Στο περιβάλλον όπου μεγάλωσα οι άνθρωποι εργάζονταν πάρα πολύ σκληρά για να βγάλουν τα προς το ζην και να προσφέρουν στις οικογένειές τους. Πήρα το πρώτο μάθημα ζωής, που ήταν ότι αν δεν δουλέψεις πολύ, αν δεν κοπιάσεις, δεν μπορείς να προχωρήσεις στη ζωή σου. Πρέπει να παλεύεις καθημερινά.
Θα μπορούσα να χωρίσω τη ζωή μου μέχρι τα δεκαοκτώ σε δύο κομμάτια. Το πρώτο είναι το ανέμελο. Ζούσαμε σε ένα χωριό που ήταν υπερασφαλές. Ξεκινούσαμε από το σπίτι το πρωί και γυρίζαμε βράδυ. Ανακαλύπταμε τη φύση, παίζαμε όλη μέρα ποδόσφαιρο. Εγώ είχα την τύχη –ή την ατυχία– το σπίτι μου να είναι δίπλα στο γήπεδο του χωριού, οπότε οτιδήποτε ακουγόταν ήταν για μένα σημάδι ότι έπρεπε να πάω να παίξω. Αυτό από τη μια ήταν καλό, γιατί ήξερα πάντα τι συμβαίνει στο γήπεδο, από την άλλη, καμιά φορά, παραμελούσα τα μαθήματα. Δεν πήγαινα για μια ώρα και έφευγα. Στο χωριό η μία ώρα γίνεται επτά, οκτώ, χωρίς να το καταλάβεις. Έπρεπε να πέσει το φως, να μη βλέπουμε, για να γυρίσουμε σπίτι.
Το δεύτερο μέρος ήταν γύρω στα δεκατρία-δεκατέσσερα. Τότε αρχίζεις να μπαίνεις σιγά σιγά στην παραγωγική διαδικασία, με την έννοια ότι βοηθάς σε οτιδήποτε υπάρχει, είτε στο χωράφι, είτε στο σπίτι που έχει κήπο κ.λπ. Πρέπει να κάνεις κάτι γιατί η οικογένεια περιμένει και από σένα. Δούλεψα μέχρι τα δεκαέξι μου. Χωράφια. Η οικογένειά μου καλλιεργούσε βαμβάκια. Δεν πήγαινα μόνο εγώ, πήγαιναν όλοι οι πιτσιρικάδες που οι γονείς τους έκαναν το ίδιο πράγμα.
Στις δικές μου δεκαετίες οι ομάδες, ακόμα και η Γ’ Εθνική, έδιναν πολύ περισσότερες ευκαιρίες σε Έλληνες ποδοσφαιριστές. Σίγουρα είχαν περισσότερους Έλληνες απ’ ό,τι ξένους. Εμείς, ως παιδιά, είχαμε πιο μεγάλες ευκαιρίες, οι ομάδες έπρεπε να επιλέξουν Έλληνες ποδοσφαιριστές, και μάλιστα τους καλύτερους.
Στα παιχνίδια της γειτονιάς αυτός που φέρνει την μπάλα πάντα παίζει. Ένα παιδί που δεν έχει την ικανότητα να παίξει, κάθεται τερματοφύλακας. Ο καλύτερος παίκτης μπορεί να φορέσει το 10. Υπάρχουν αυτά τα στερεότυπα. Πέρα από αυτά, το ωραιότερο κομμάτι έχει να κάνει με το γεγονός ότι ακόμη και στην ηλικία των δώδεκα-δεκατριών μαζευόμασταν μια παρέα από το ίδιο χωριό, δεκατρία παιδιά σπίτι με σπίτι, πηγαίναμε στο διπλανό χωριό, πέντε χιλιόμετρα μακριά, σε άλλη έδρα, με τα ποδήλατα, και κάναμε ένα παιχνίδι μεταξύ χωριών. Μαλώναμε, γυρνούσαμε, είχαμε την τσατίλα, κερδίζαμε, χάναμε, περιμέναμε να μας υποδεχτούν, υπήρχε αυτή η φασαρία. Είναι πράγματα που δεν μπορεί να τα ζήσει η σημερινή νεολαία, γιατί έχουν αλλάξει οι καιροί, αλλά τότε συνέβαιναν.
Είναι σίγουρο ότι έχουν αλλάξει πολύ οι εποχές. Λείπω πολλά χρόνια από το χωριό για να γνωρίζω πώς μεγαλώνουν τα παιδιά εκεί, αν και έχω μια ιδέα. Εδώ είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Τα παιδιά είναι πιο προστατευμένα. Πολλές φορές είναι και μέσα σε μια γυάλα, αργούν να μεγαλώσουν, να ενηλικιωθούν, να πάρουν αποφάσεις, γιατί οι γονείς στέκουν από πάνω σε κάθε βήμα και δεν τα αφήνουν ανεξάρτητα. Ένα παιδί θα πρέπει να βγει έξω, να κοινωνικοποιηθεί, να παίξει ποδόσφαιρο με τους φίλους του, αλλά, και πάλι, αυτό γίνεται λίγο σε ένα περιβάλλον αποστειρωμένο ‒ δεν είναι απαραίτητα κακό. Αλλά σίγουρα είναι τελείως διαφορετικό από το πώς λειτουργούσαν ακόμη και τα παιδιά της πόλης πριν από τριάντα χρόνια. Τώρα σίγουρα υπάρχουν περισσότερες απειλές για τα παιδιά, γι’ αυτό οι γονείς τα προστατεύουν πιο πολύ.
Τότε πήγαινες σε ένα χωριό και δεν ήξερες ποιος ήταν ποιος στην ομάδα. Υπήρχε το δελτίο, έγραφε το όνομα, αλλά, αν δεν γινόταν ταυτοπροσωπία, μπορούσες και να παίξεις στη θέση του άλλου. Καμιά φορά γινόταν, βέβαια, καλούσε τους παίκτες ο διαιτητής και κοιτούσε ποιος είναι ο καθένας. Μέσα στο παιχνίδι, όμως, δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Ήξερες ότι τα χωριά γνωρίζονται μεταξύ τους και συνέβαινε αυτό. Η πρώτη φορά που έπαιξα τέρμα ήταν όταν πήγε ο ξάδερφός μου να παντρευτεί και δεν είχε τερματοφύλακα η ομάδα. Εγώ έπαιζα τότε ως επιθετικός. Μπήκα λόγω του ονόματος, επειδή εγώ ήμουν Αντώνης Νικοπολίδης κι αυτός Γιώργος Νικοπολίδης.
Εκείνη την εποχή, για εμάς τους ντόπιους το να παίξεις σε μια ομάδα όπως η Αναγέννηση Άρτας, που ήταν Γ’ Εθνική, ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση. Πολλά παιδιά ονειρεύονταν να είναι αυτό το πρώτο τους βήμα. Είναι μια πολύ σημαντική ομάδα. Πάρα πολλά παιδιά παρακαλούσαμε να πάμε εκεί, να μας επιλέξει. Για το χωριό ήμουν ένας άνθρωπος που τα κατάφερε. Έκανα το επόμενο βήμα.
Όταν πρωτοπήγα στην Παιανία, ήταν ολοκαίνουρια, είχε δημιουργηθεί πριν από δυο-τρία χρόνια. Ξαφνικά είδα ποδοσφαιριστές επιπέδου Σαραβάκου, Αντωνίου, Μαυρίδη. Ήταν ένα σοκ για μένα. Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να αποδείξω ότι ανήκα σε αυτό το γκρουπ. Και φυσικά ήταν πολύ δύσκολο, έκανα τουλάχιστον έναν χρόνο να προσαρμοστώ σε αυτή την πραγματικότητα, να καταφέρω να πείσω. Γιατί εκείνη τη χρονιά κατάφερα να παίξω έξι παιχνίδια. Εγώ μπορεί να το πίστευα, αλλά έπρεπε να το αποδείξω και στους άλλους. Να πουν «αυτό το παιδί έχει ταλέντο, ας του δώσουμε μια ευκαιρία».
Σίγουρα είναι πολύ πιο δύσκολο τώρα. Στις δικές μου δεκαετίες οι ομάδες, ακόμα και η Γ’ Εθνική, έδιναν πολύ περισσότερες ευκαιρίες σε Έλληνες ποδοσφαιριστές. Σίγουρα είχαν περισσότερους Έλληνες απ’ ό,τι ξένους. Δεν επιτρεπόταν μεγαλύτερος αριθμός ξένων. Αλλά εμείς, ως παιδιά, είχαμε πιο μεγάλες ευκαιρίες, οι ομάδες έπρεπε να επιλέξουν Έλληνες ποδοσφαιριστές, και μάλιστα τους καλύτερους.
Νομίζω πως τα σημερινά παιδιά δεν μπορούν να διαχειριστούν την επιτυχία και για μένα αυτό είναι το μεγαλύτερο βάρος και το κομμάτι που πρέπει να προσέξουν οι ομάδες, ακόμη και οι επαγγελματικές. Μπορεί ένα παιδί ξαφνικά να φαίνεται ότι έχει κάνει το μεγάλο βήμα, ότι είναι μεγάλο ταλέντο στα δεκαεφτά και στα δεκαοκτώ, αλλά δεν μπορεί να το διαχειριστεί, χάνει τον στόχο του, που είναι να βελτιώνει καθημερινά στην προπόνηση την ποιότητα και την απόδοσή του. Αντίθετα, ασχολείται με οτιδήποτε άλλο, ακόμη και με τα social media. Οι μάνατζερ πέφτουν από πάνω, λένε «θα σε πάω από δω και από κει», το παιδί αποπροσανατολίζεται. Όταν χάσεις τον βασικό στόχο, που είναι να βελτιώνεσαι καθημερινά, θα έρθει κάποια στιγμή από μόνο του το «τέλος». Και εκεί έρχεται η μεγάλη απόφαση. Αν θα σβήσεις και θα ξαναρχίσεις, σε σταθερές βάσεις και με συγκεκριμένο στόχο ‒γιατί ακόμη δεν έχει περάσει η ηλικία σου‒, και θα πεις «θα παλέψω τη θέση μου στο ρόστερ, στην εντεκάδα, αλλά με ειλικρίνεια».
Στο ντεμπούτο με τον Παναθηναϊκό στο Χαριλάου δεν το περίμενα καν ότι θα παίξω. Δυσκολεύτηκα. Όχι γιατί ήταν δύσκολο το παιχνίδι, ήμασταν αρκετά καλοί. Αν μου έλεγαν νωρίτερα ότι θα έπαιζα, θα επηρεαζόμουν πιο πολύ. Όταν μου το είπαν σχεδόν τελευταία στιγμή, δεν προλάβαινα να αγχωθώ, πήγα στο γήπεδο. Το επόμενο, περίφημο παιχνίδι του Καραϊσκάκη ήταν επεισοδιακό, με διακοπές. Δέχτηκα μια πέτρα στο κεφάλι. Τελείωσε όπως έπρεπε να τελειώσει, με έναν τρόπο, και έμεινε στην ιστορία.
Με την Μπαρτσελόνα και τα δύο παιχνίδια ήταν πολύ σημαντικά. Ήμασταν στους οκτώ της Ευρώπης, περνώντας μέσα από δύο ομίλους. Τώρα είναι δύσκολο να περάσει κάποιος ακόμα και μέσα από τον ίδιο του τον όμιλο, και το να πάει στο Champions League φαντάζει πάρα πολύ μεγάλο. Φτάσαμε στο παρά κάτι για να πάμε στην τετράδα. Για μένα, ήμασταν μια πολύ σημαντική ομάδα που ουσιαστικά δεν κατέκτησε τίποτα στην Ελλάδα, αλλά κατέκτησε πραγματικά την Ευρώπη. Για τρία-τέσσερα χρόνια ήταν αυτή η ομάδα που έκανε το κάτι παραπάνω.
Θα έκλεινα ήδη δεκαπέντε χρόνια στην ομάδα. Έγιναν πολλά μέσα στην τελευταία 5ετία της συνεργασίας μου με τον Παναθηναϊκό. Τα σημάδια από ορισμένες καταστάσεις και συμπεριφορές έδειξαν ότι δεν θα προχωρούσε η ανανέωση. Ήταν μια στρατηγική επιλογή του Παναθηναϊκού. «Δεν θα προχωρήσουμε με τερματοφύλακα τον Νικοπολίδη, είναι εδώ 15 χρόνια, είναι 33 χρονών, δεν έχει να μας προσφέρει τίποτα, θα πάμε με κάτι διαφορετικό και όχι τόσο ακριβό».
Πρώτα απ’ όλα, υπήρχε απογοήτευση. Μετά από τόσο καιρό, όταν αποδεικνύεις ότι είσαι το Νο 1 και γνωρίζεις τα χρήματα που υπήρχαν την εποχή εκείνη, επομένως δεν είναι παράλογο να δοθούν αυτά που ζητάς, καταλαβαίνεις πως τα σημάδια που έδειχναν ότι η συνεργασία δεν θα προχωρούσε επιβεβαιώνονται. Αυτό που νιώθεις είναι ότι πρέπει να αποδείξεις πρώτα στον εαυτό σου και μετά στους άλλους ότι έχουν κάνει λάθος με αυτή την επιλογή, να τους κάνεις να μετανιώσουν γι’ αυτήν.
Η πραγματικότητα είναι ότι αυτό που μου ζήτησαν ήταν να μην πάω στον Ολυμπιακό. Εγώ, όταν συζήτησα, τους είπα πως, εφόσον δεν θέλουν να μείνω στην ομάδα, το πού θα πάω είναι δική μου δουλειά. Ήξερα σίγουρα ότι αν πήγαινα στον Ολυμπιακό, θα προκαλούσα αντίδραση. Η αλήθεια είναι πως στο ενδιάμεσο ο κόσμος του Παναθηναϊκού μού έδωσε δίκιο στη σύγκρουση που είχα, αλλά υπήρχε μια επαγγελματική συναλλαγή που τελικά δεν επετεύχθη. Από κει και πέρα, έπρεπε κι εγώ να κοιτάξω το μέλλον μου.
Για εμένα η προσέγγιση του Ολυμπιακού ήταν πάρα πολύ καλή. Αυτό συνέβη όταν τελείωσε το πρωτάθλημα. Ήξερα την αντίδραση που θα υπήρχε, αλλά δεν με ενδιέφερε. Ήξερα τι θα περάσω, ιδιαίτερα όταν θα επέστρεφα στη Λεωφόρο, αλλά πίστευα ότι ήταν μια δοκιμασία για μένα, ώστε να αποδείξω στον εαυτό μου πόσο δυνατός είμαι και πόσο μπορώ να αντεπεξέλθω στα δύσκολα.
Ο χουλιγκανισμός είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, όχι μόνο ελληνικό. Έχουν γίνει χειρότερα πράγματα απ’ ό,τι στην Ελλάδα και σε μεγάλες και πολύ προηγμένες χώρες. Μην ξεχνάμε ότι η Αγγλία για χρόνια είχε σταματήσει να βγάζει κόσμο στην Ευρώπη. Πολλές φορές βλέπουμε μόνο τα δικά μας προβλήματα, αλλά υπάρχουν και πιο σκληρές ομάδες χούλιγκαν στην Ευρώπη σε σχέση με εδώ.
Αυτό που με προβληματίζει είναι ότι στο εξωτερικό ο κόσμος, όταν πηγαίνει στο γήπεδο, έχει σεβασμό για το ίδιο το παιχνίδι. Το βασικότερο, έχουν σεβασμό για τους ποδοσφαιριστές. Εδώ τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Ή αγαπάς ή μισείς. Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται πιεσμένοι, θέλουν να βγουν, να φωνάξουν, αλλά αυτό είναι «δικαιολογημένο». Είναι ορισμένοι όμως που πραγματικά δεν μπορούν να σεβαστούν τον αντίπαλο, όσο ανώτερος κι αν είναι. Δεν μπορούν να πιστέψουν ότι υπάρχει καλύτερη ομάδα, καλύτερος ποδοσφαιριστής. Και συνήθως το αποδίδουν αλλού.
Υπάρχουν, βέβαια, και γεγονότα που πραγματικά δημιουργούν υποψίες, αλλά αυτά συμβαίνουν παντού, σε όλο τον κόσμο. Το θέμα είναι ότι κάποιες στιγμές δεν μπορούμε να αποδεχτούμε ως φίλαθλοι την ανωτερότητα του αντιπάλου και πάντα ψάχνουμε κάποιους τρίτους λόγους για να τη δικαιολογήσουμε. Είναι όπως με τα εμβόλια, που ακούς ότι συμβαίνει κάτι πίσω από αυτά, ότι βάζουν μέσα τσιπ κ.λπ. Είναι μια τρέλα. Δεν μπορεί να παραδεχτεί ο άλλος ότι «ναι, σήμερα η άλλη ομάδα ήταν ανώτερη».
Στην Εθνική ήμασταν είκοσι τρία παιδιά που σεβόμασταν ο ένας τον άλλον. Και είχαμε αποδεχτεί ότι ο προπονητής είναι αυτός που αποφασίζει, για τους λόγους που αυτός προκρίνει. Υπήρχε μια «δικαιοσύνη». Μπορεί εγώ να έλεγα ότι είμαι καλύτερος από κάποιον άλλον, αλλά αυτό είναι μια προσωπική εκτίμηση. Εμείς ξέραμε ότι ήμασταν είκοσι τρεις πολύ καλοί ποδοσφαιριστές και ότι είχαμε έναν προπονητή που αποφάσιζε μόνος του ότι είναι αυτοί που θα ξεκινήσουν, αυτοί που θα μπουν αλλαγή, αυτή είναι η στρατηγική, η φιλοσοφία της ομάδας.
Πρώτα απ’ όλα, αισθάνομαι χαρούμενος που έκανα έστω για λίγο τον λαό μου υπερήφανο στο Εuro. Το ότι ένιωσε ο Έλληνας τόσο μεγάλη περηφάνια για την ομάδα του, για την Εθνική, είναι το μεγαλύτερο που μπορείς να πετύχεις. Το Εuro ήταν μια εθνική νίκη, όχι μόνο για εμάς, ήταν η στιγμή που όλοι οι Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό ή ακόμη και παιδιά που είναι δεύτερης και τρίτης γενιάς, Ελληνοαυστραλοί, Ελληνοαμερικανοί, ένιωσαν μεγάλη περηφάνια. Δεν ήταν μια απλή νίκη, ήταν μια στιγμή υπερηφάνειας του ελληνισμού.
Άλλο ένα πράγμα για το οποίο αισθάνομαι χαρούμενος είναι ότι μπορώ να επηρεάσω θετικά έναν νέο άνθρωπο ή ποδοσφαιριστή και αθλητή γενικότερα μέσα από την πορεία και τη στάση ζωής μου. Και αυτό με γεμίζει υπερηφάνεια. Είναι υποχρέωσή μου να μιλήσω στα νέα παιδιά με ρεαλισμό και συγχρόνως να τα ενθαρρύνω στα όνειρα που κάνουν.
Στον Ολυμπιακό στόχος μου ήταν να αποδείξω την αξία μου στη νέα ομάδα. Και το βασικό κομμάτι, που είναι και το πιο δύσκολο, να μπορέσω να μείνω στην ιστορία του Ολυμπιακού ως ένας επιτυχημένος τερματοφύλακας. Δεν ήθελα να κάνω ένα πέρασμα, ότι πήγα απλώς τρία χρόνια, και να φύγω. Κυρίως δεν ήθελα να το κάνω λέγοντας πράγματα εναντίον του Παναθηναϊκού. Ήθελα να το κάνω αγωνιστικά, γιατί πιστεύω ότι μόνο έτσι μπορείς να μείνεις στην ιστορία και να λες ότι ο Νικοπολίδης είναι ένας από τους επιτυχημένους τερματοφύλακες.
Μετά την ήττα με την Τουρκία ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου ότι εγώ είμαι ο καλύτερος. «Θα σας το αποδείξω ακόμα μία φορά, παρότι έχετε τις αμφιβολίες σας». Και στα τριάντα επτά, και στα τριάντα οκτώ. Μετά, έκανα τα δύο καλύτερα χρόνια της καριέρας μου. Ήταν ένα προσωπικό στοίχημα, για την καριέρα μου, για τον χαρακτήρα μου, το να δείξω, μέσα από μια πολύ δύσκολη στιγμή, άλλη μια φορά, ποιος είμαι, αφού με αμφισβητείτε. Εγώ θα σας πω πότε θα φύγω.
Τη γυναίκα μου τη γνώρισα το 1998. Είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι και αυτό είναι το ωραίο. Στις πιο δύσκολες αποφάσεις έχουμε σχεδόν την ίδια λογική. Παρ’ όλα αυτά, έχουμε τις διαφορές μας σε ψιλοπράγματα, που δεν μας απασχολούν όμως, τις καταλαβαίνουμε. Το βασικό είναι ότι ήταν επαγγελματίας αθλήτρια και καταλάβαινε τις ανάγκες ενός αθλητή, πρωταθλητή, επαγγελματία.
Μέσα από αυτήν τη σχέση και την κατανόηση κατάφερε να διατηρήσει το περιβάλλον μου σε ηρεμία και, φυσικά, στις δύσκολες αποφάσεις που έπρεπε να πάρω και στις δύσκολες στιγμές που είχα μπροστά μου ήταν πάντα εκεί, να με συμβουλέψει ως ένα πιο καθαρό μυαλό που δεν δέχεται την πίεση της επιλογής. Πάντα κάθομαι και ακούω αυτό που θα μου πει. Φυσικά, εγώ θα αποφασίσω ουσιαστικά τι πιστεύω και τι πρέπει να κάνω, αλλά η γνώμη της, επειδή είναι «απ’ έξω», είναι πάντα ξεκάθαρη και δίκαιη, δεν θα μου πει αυτό που θέλω να ακούσω.
Όταν κρεμούν τα παπούτσια τους, πάρα πολλοί αθλητές αντιμετωπίζουν μια σκληρή πραγματικότητα, όσα λεφτά κι αν έχουν βγάλει. Είναι πολλά τα παραδείγματα αθλητών είχαν πολύ μεγάλη περιουσία και επειδή σταμάτησαν τη ζωή τους έμπλεξαν με τον τζόγο, έγιναν αλκοολικοί, άρχισαν να παίρνουν ουσίες. Έχουν γίνει πάρα πολύ μεγάλες έρευνες σχετικά. Τώρα, επειδή γνωρίζουμε τι συμβαίνει πλέον, θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για την επόμενη μέρα. Όταν σταματάς, δεν ξέρεις τι να κάνεις. Είσαι ένας νέος άνθρωπος ‒γιατί όταν σταματάς στα τριάντα πέντε, στα τριάντα επτά, είσαι νέος ακόμα, στην πιο παραγωγική ηλικία‒ χωρίς αντικείμενο για να εκτονώσεις την ενέργειά σου. Αυτό, λοιπόν, αντιστρέφεται και πάμε σε εντάσεις, σε πολλά διαζύγια, πολλούς τσακωμούς, είναι μια δύσκολη περίοδος.
Κι εγώ πέρασα μια δύσκολη στιγμή με την οικογένειά μου και τη γυναίκα μου, δεν φοβάμαι να το πω. Όταν σταμάτησα το ποδόσφαιρο ήταν πολύ δύσκολα, και δεν έφταιγε καθόλου η γυναίκα μου ή η οικογένειά μου, το πρόβλημα ήμουν εγώ. Ίσως ούτε εγώ. Γιατί πήγα να ενταχθώ σε μια διαφορετική ζωή από αυτήν που είχα μάθει είκοσι πέντε χρόνια, να προσαρμοστώ σε μια καινούργια. Θα περάσεις την κρίση σου και εκεί θέλεις τη στήριξη από την οικογένειά σου.
Όταν γεννήθηκε το πρώτο μου παιδί ήμουν μέσα κατά τη διάρκεια του τοκετού και έκλαψα. Είναι η πιο συγκινητική στιγμή που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος, ένας γονιός. Δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια. Νιώθαμε συγκίνηση με τη γυναίκα μου, ήμασταν χαρούμενοι. Πολύ.
Εδώ, τα παιδιά αθλητών, όπως εγώ, αντιμετωπίζονται με καχυποψία. Ακόμη και οι καλύτεροι παίκτες του γηπέδου να είναι, θα πουν ότι παίζουν χάρη στον γονιό τους. Αυτή είναι μεγάλη αδικία για εκείνα. Γενικά, οι Έλληνες δεν είμαστε πολύ γενναιόδωροι με τους ανθρώπους και ειδικότερα με τα παιδιά, ιδιαίτερα όταν τίθεται θέμα σύγκρισης, οπότε, όταν παίζει το παιδί του Νικοπολίδη, παίζει λόγω του πατέρα του.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, τα τελευταία επτά χρόνια το επίπεδο της Εθνικής έχει πέσει. Μπορούμε να πούμε ότι κάποιες στιγμές φέραμε ένα αποτέλεσμα, αλλά η πορεία είναι καθοδική. Το ότι δεν μπορούμε να συμμετέχουμε σε ένα ευρωπαϊκό, όπου συμμετέχουν είκοσι τέσσερις ομάδες, είναι κάτι. Το ότι δεν συμμετέχουμε σε ένα μουντιάλ, είναι κάτι. Και αυτό το λέω σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Από το 2004 μέχρι το 2014, μόνο το 2006 δεν πήγαμε σε παγκόσμιο κύπελο. Σε όλες τις άλλες διοργανώσεις, καλοί, κακοί, ήμασταν παρόντες.
Τα σκάνδαλα κακοποίησης αποδείχτηκε ότι υπάρχουν παντού. Η ιστορία ξεκίνησε από τον αθλητισμό, από μια καταγγελία, αλλά τελικά εξελίχθηκε σε κοινωνικό φαινόμενο. Γιατί πλέον ‒και σωστά πράττουν‒ οι γυναίκες είναι πιο δυνατές, ξέρουν ότι ο κόσμος τούς συμπαρίσταται, νιώθουν πιο ασφαλείς να μιλήσουν κι αυτό είναι πολύ καλό για την ίδια την κοινωνία. Πέρα από αυτό, που έπρεπε έτσι κι αλλιώς να συμβεί, να υποστηριχθεί και να γίνει σαφές σε όλους, όχι μόνο στον αθλητισμό αλλά και σε άλλους χώρους, των ηθοποιών, των τραγουδιστών κ.λπ., οποιοσδήποτε ζήσει μια τέτοια πίεση, θα πρέπει να μιλήσει και να είναι δυνατός/-ή.
Σε αυτούς που λένε ότι κακώς κάποιος αξιοποιεί το κοινό που έχτισε από τον αθλητισμό για να κάνει πολιτική καριέρα απαντώ ότι πρέπει να κρίνουν κάποιον γι’ αυτά που λέει και γι’ αυτά που κάνει. Δηλαδή πρέπει να αξιολογηθεί το έργο του ή αυτό που πιστεύει ότι μπορεί να δώσει. Το ότι είναι γνωστός είναι σίγουρα ένα πλεονέκτημα, αλλά δεν είναι γνωστός γιατί έκανε κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπεται. Νομίζω ότι όλοι αξιολογούμαστε από αυτό που κάνουμε ή από αυτό που δεν κάνουμε.
Αν εμένα, σήμερα, με ψηφίσεις και γίνω υπουργός επειδή είμαι ο Νικοπολίδης, αλλά δεν κάνω κάτι, θα πρέπει να με κρίνεις ακριβώς γι’ αυτό, επομένως να μη με ξαναψηφίσεις. Από την άλλη, δεν σημαίνει ότι δεν έχω πολιτική γνώμη, ή ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι σωστό, ή ότι δεν έχω ιδέες, επειδή είμαι γνωστός. Αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις ούτε και να το κρίνεις.
Η ζωή με έμαθε ότι είναι συνεχής αγώνας που πρέπει να τον περπατήσεις με τιμιότητα και σεβασμό. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει πολύ μεγάλες εντάσεις στην καθημερινότητά του. Η ζωή μου κινείται δίπλα στον αθλητισμό, στα παιδιά μου, στη γυναίκα μου. Θέλω να δίνω πολύ χρόνο σε αυτούς γιατί τους θεωρώ σημαντικούς και νομίζω ότι τόσα χρόνια έχω στερηθεί την παρουσία τους. Προσπαθώ να το κάνω όσο καλύτερα και περισσότερο γίνεται. Μου αρέσει να μιλάω με φίλους όχι μόνο για ποδόσφαιρο αλλά και για πολιτική, για την κοινωνία μας, γενικά για το πώς είναι τα πράγματα, να πηγαίνω σινεμά και ακόμα περισσότερο θέατρο.
Μου αρέσει, επίσης, να ακούω και να μαθαίνω από ανθρώπους που είναι μεγαλύτεροι από εμένα. Είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι η καλύτερη επικοινωνία είναι να ακούς. Εκεί αξιολογείς τους ανθρώπους που σου μιλούν, κυρίως αυτούς που έχουν κάτι να σου πουν. Το να έχεις ανθρώπους δίπλα σου και να σου λένε πόσο μεγάλος ποδοσφαιριστής ήσουν είναι κούφιο, κενό.
Εγώ θέλω ανθρώπους από τους οποίους να μαθαίνω πώς χειρίζεσαι τη ζωή σου, πώς μπορείς να κάνεις σχέδια για το μέλλον, πράγματα που όταν ήμουν ποδοσφαιριστής δεν μπορούσα να κάνω γιατί ήμουν πολύ κλειστός. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι ήταν λάθος».