Μπεντ Κρίστενσεν: «Ήθελα να μείνω στον Ολυμπιακό»!
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ο Δανός παλαίμαχος πρώην ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού και διεθνής, Μπεντ Κρίστενσεν, παραχώρησε μια τεράστια συνέντευξη στο Gazzetta.
Ανάμεσα στους φονικούς επιθετικούς της δεκαετίας του ’80 και του ’90 βρισκόταν ένα μέλος της απρόσμενης ομάδας της Δανίας που κατέκτησε το EURO του 1992 και συγκλόνισε τον κόσμο του ποδοσφαίρου.
Ωστόσο, δεν περιορίστηκε μόνο στη Δανία, αλλά άφησε εποχή και στην Ευρώπη μέσω των επιδόσεών του με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Παρά το γεγονός ότι παρέμεινε μόνο για μία σεζόν (1993/94), ο Μπεντ Κρίστενσεν άφησε το στίγμα του στη μνήμη των “ερυθρολεύκων“.
Ο Δανός επιθετικός πέτυχε 15 γκολ σε 31 αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις και ξεχώρισε με το χατ-τρικ στη νίκη με 4-3 εναντίον της Τενερίφης.
Στα 57 του, βρίσκεται πλέον στον πάγκο της Μπρόντμπι ως βοηθός προπονητή, μεταδίδοντας την εμπειρία του στο σκοράρισμα και τον δρόμο προς την επιτυχία.
Ο ίδιος μίλησε στο Gazzetta για τις εμπειρίες του στην Ελλάδα, τις επιλογές του στην Ευρώπη, τη συμμετοχή του στο EURO του 1992 και τις αποφάσεις που πήρε.
Ακολουθεί αναλυτικά και συγκεκριμένα η συνέντευξή του: – Αρχικά ποτέ ξεκινήσατε το ποδόσφαιρο;
«Ήμουν μόλις έξι ετών και στην πρώτη χρονιά δεν ήταν εύκολο να παίξω γιατί στη Δανία τότε μπορούσε να μπεις σε ομάδα μόνο όταν είσαι επτά ετών. Το αγάπησα το ποδόσφαιρο. Έκανα διάφορα αθλήματα αλλά το ποδόσφαιρο με κέρδισε και ξεκίνησα να παίζω σε μία ομάδα του χωριού. Δεν παίζαμε μόνο στα γήπεδα. Κάθε στιγμή προσπαθούμε να παίζουμε ποδόσφαιρο. Εκτός από την προπόνηση, στον ελεύθερο χρόνο φτιάχναμε γήπεδα και περνούσαμε ωραία».
– Ποιον είχατε ως είδωλο;
«Φυσικά τον Άλαν Σίμονσεν που εκείνη την περίοδο ήταν το είδωλο για όλα τα παιδιά. Σε εκείνη την περίοδο που ήμουν περίπου δέκα ετών, ήταν από τους καλύτερους παίκτες στην Ευρώπη και έπαιζε στην Γκλάντμπαχ και μετά στην Μπαρτσελόνα και στην Εθνική ομάδα».
– Πότε καταλάβατε ότι μπορείτε να γίνετε επαγγελματίας;
«Το κατάλαβα πρώτη φορά όταν υπέγραψα το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο όταν ήμουν 16 ετών και ήμουν από τους νέους παίκτες στη Δανία που έγιναν επαγγελματίες σε τέτοια ηλικία. Θυμάμαι ότι είχα… τρομάξει λίγο αλλά ένιωθα πολύ ωραία. Αγαπούσα να παίζω ποδόσφαιρο και πραγματικά ένιωθα πολύ ωραία. Έπαιξα τότε στην πρώτη ομάδα που ήταν στη μεγάλη κατηγορία και μετά από έξι μήνες πήραμε μεταγραφή στη Σερβέτ που ήταν στην Ελβετία».
– Από τόσο μικρή ηλικία;
«Ναι, και σκέψου ότι το συμβόλαιο το υπέγραψε ο πατέρας μου (γέλια). Δεν μπορούσα να υπογράψω εγώ λόγω της ηλικίας. Ήμουν πολύ μικρός. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί υπογράφει εκείνος το δικό μου συμβόλαιο (γέλια) αλλά το έκανε».
– Οι γονείς σας ήταν δίπλα σας σε αυτό;
«Πάντα με υποστήριζαν σε κάθε άθλημα που έκανα. Με στήριζαν στα πάντα. Είτε στο ποδόσφαιρο, είτε στο μπάσκετ, είτε σε διάφορα αθλήματα του σχολείου. Όταν κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι για εμένα το ποδόσφαιρο στα 12 μου, με στήριξαν σε όλη τη διαδρομή μου».
– Η δύσκολη απόφαση να πάτε εκεί;
«Δεν ήταν για εμένα δύσκολη επιλογή. Είμαι ο τύπος ανθρώπου που όταν ακούει κάτι που είναι να γίνει, συμφωνεί, αλλά δεν σκέφτεται τις δυσκολίες που έχει μετά. Για εμένα, λοιπόν, δεν ήταν τόσο δύσκολο να πάρω την απόφαση να πάω. Όταν όμως πήγα εκεί, έκανα να δω τους γονείς μου περίπου 6-7 μήνες γιατί δεν ήταν εύκολο να φύγω και να γυρίσω στο σπίτι μου. Δεν κοιτάω πίσω ποτέ και απολαμβάνω τη στιγμή όπως και έπρεπε να κάνω στη Σερβέτ».
– Έχετε αντιμετωπίσει κάποια δυσκολία ποδοσφαίρου;
«Δεν αντιμετώπισα κάποια δυσκολία έξω από το ποδόσφαιρο. Απλως έπρεπε να μάθω λίγο τη γλώσσα αλλά κατά τ’ άλλα η ζωή στην Ελβετία ήταν πολύ καλή. Το πιο δύσκολο για εμένα ήταν επειδή ήμουν 17 ετών και ξαφνικά βρεθήκαμε στον κόσμο των ενηλίκων. Για να καταλάβεις, αυτή τη στιγμή κάθε κλαμπ έχει ένα άτομο να φροντίζει τους νεαρούς σε ηλικία παίκτες. Τότε εγώ ήμουν απλώς μόνος μου και είχα μόνο μερικούς παίκτες. Πολύ δύσκολο να καταλάβω το περιβάλλον. Μέχρι τότε έβλεπα το ποδόσφαιρο μόνο ως διασκέδαση αλλά εκεί δεν ήταν μόνο αυτό. Έπρεπε να γίνω πιο επαγγελματίας αλλιώς θα ήμουν εκτός. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο για εμένα».
– Είχατε σκεφτεί να τα παρατήσετε;
«Θα πω ναι. Δεν ήθελα ακριβώς να σταματήσω αλλά επειδή ήμουν εκτός για την πρώτη σεζόν, ήταν αρκετά δύσκολο για εμένα να ζήσω σε έναν κόσμο με ενήλικες γιατί ήμουν μόλις 17 ετών. Έψαχνα ένα στήριγμα και ήθελα να έχω και ζωή εκτός των γηπέδων με τα παιδιά της ηλικίας μου. Όμως η μόνη μου παρέα ήταν ενήλικες. Κάποιες φορές άρχισα να σκέφτομαι τι είναι καλύτερο για εμένα και ίσως πρέπει να γυρίσω στη Δανία και να παίξω πάλι σε πιο χαμηλό επίπεδο και αν δω ότι είμαι καλά, να ξαναφύγω. Γενικά ένιωθα πίεση εκεί. Βέβαια στη συνέχεια το ξεπέρασα και όπως θα είδες, έχω ταξιδέψει αρκετά για να αγωνιστώ σε ομάδες του εξωτερικού».
– Στη Βέιλε πώς καταλήξατε;
«Θα σου πω τι έγινε. Όταν πήγα στη Βέιλε, εκεί ήταν ο Άλαν Σίμονσεν ως παίκτης. Για εμένα ήταν τρελό να βλέπω τον Σίμονσεν όταν ήμουν μικρός και ξαφνικά να τον έχω δίπλα μου στην προπόνηση και ως συμπαίκτη στο γήπεδο. Μπορεί να ήταν μεγάλος σε ηλικία αλλά ήταν απίστευτος παίκτης. Οπότε καταλαβαίνεις τι ήταν αυτό για εμένα και γενικά πέρασα ωραία εκείνους τους έξι μήνες. Αλλά αποφάσισα να φύγω στην Μπρόντμπι. Ήδη το μεγάλο μου βήμα».
– Ποια είναι η καλύτερη στιγμή σας στην Μπρόντμπι;
«Θα σου εξηγήσω. Για εμένα είναι όταν ήρθε ο Μόρτεν Όλσεν ο οποίος είχε κάνει μεγάλη καριέρα και είχε πάνω από 100 ματς στην Εθνική Ομάδα και ο Μπρόντμπι ήταν η πρώτη ομάδα που ανέλαβε ως προπονητής. Αυτός ο άνθρωπος έφερε στην ομάδα νέες ιδέες στον τρόπο προπόνησης αλλά και στον τρόπο ζωής. Σημαίνει πολλά για εμάς αυτός ο άνθρωπος αλλά και για το κλαμπ γιατί άλλαξε πάρα πολλά. Οι περισσότεροι στην ομάδα έβλεπαν το ποδόσφαιρο ως διασκέδαση αλλά εκείνος άλλαξε τη νοοτροπία. Μας είπε: “Τέλος η διασκέδαση. Θα πρέπει να μάθετε να ζείτε ως επαγγελματίες, να τρώτε σωστά, να κοιμάστε σωστά, να είστε συνεχώς και να είστε έτοιμοι στα μεγάλα παιχνίδια”. Για εμένα αυτό με άλλαξε πάρα πολύ και έκανα την καλύτερη σεζόν της καριέρας μου. Ο Όλσεν άλλαξε εμένα, το κλαμπ αλλά και το ποδόσφαιρο της Δανίας».
– Ποιο ήταν το μυστικό για να βρίσκεται τόσο συχνά δίχτυα;
«Ήμουν γρήγορος αλλά το πιο σημαντικό για εμένα ήταν ότι μπορούσα να… διαβάσω το παιχνίδι. Μπορούσα να αντιληφθώ τι να κάνω με την μπάλα άμεσα. Οπότε πάντα κοιτούσα να ξεκινήσω να τρέχω την κατάλληλη στιγμή. Ήξερα ότι είμαι γρήγορος, κατάφερνα να βρίσκομαι στο κατάλληλο σημείο και για αυτό έβρισκα πολλά γκολ. Ήξερα τι θα συμβεί και έκανα τις ανάλογες κινήσεις. Μπορούσα να διαβάσω το παιχνίδι».
– Είχατε προτάσεις από μεγάλες ομάδες;
«Είχα αρκετές προτάσεις. Νομίζω ήμουν η 6η ή η 7η πιο ακριβής μεταγραφή τότε. Με ήθελαν κλαμπ από την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Η πιο δύσκολη απόφαση και τώρα σκέφτομαι ότι είχα την ευκαιρία να κάνω κάποιο μεγάλο βήμα. Κάποιες φορές παίρνεις σωστές αποφάσεις, κάποιες όχι».
– Και επέλεξε τη Σάλκε…
«Ναι».
– Πώς πήρατε αυτή την απόφαση;
«Θα σου πω, είναι μεγάλη ιστορία. Αρχικά ήταν να πάω στην Άιντραχτ Φρανκφούρτης. Με ήθελαν, είχα πάει εκεί, είδα τις εγκαταστάσεις, μίλησα με τον προπονητή της ομάδας και είχα αποφασίσει να πάω εκεί αλλά ξαφνικά εμφανίστηκε η Σάλκε και αυτό άλλαξε πολλά. Η Άιντραχτ ήταν στη 2η θέση, είχε μεγάλο ρόστερ και 6-7 παίκτες που έπαιζαν σε εθνικές ομάδες. Ήμου γενικά μια φορ που ήθελε υποστήριξη για να βάλω γκολ. Δεν θα έπαιρνα την μπάλα και θα έφτιαχνα μόνος μου τη φάση. Χρειαζόμαστε στήριξη από τους συμπαίκτες μου. Η Σάλκε είχε ανέβει από τη δεύτερη κατηγορία στην πρώτη».
– Είχατε μιλήσει με άλλες ομάδες;
«Είχα μιλήσει με τη Φιορεντίνα, με τη Ναντ, τη Στουτγκάρδη και την Άιντραχτ μετά».
– Τι πήγε στραβά στη Σάλκε;
«Πιστεύω πως το κυριότερο θέμα ήταν πως στη Γερμανία τις περισσότερες φορές που μιλούσαν για εμένα ήταν για το γεγονός ότι κόστισα πέντε εκατ. ευρώ. Το κόστος της μεταγραφής ήταν πολύ σημαντικό για τους ανθρώπους εκεί. Περιμέναν ότι θα σκοράρω πολλά γκολ αλλά τελικά δεν τα κατάφερα. Ήμουν μαζί με τον Μιχαϊλοβιτς που ήταν ο σταρ. Όταν χάναμε ήταν αρκετά δύσκολη η ζωή. Ο κόσμος μιλούσε μόνο αρνητικά, κάτι που δεν αντιμετωπίζει πιο πριν. Μου είχε πέσει η ψυχολογία πάρα πολύ. Χρειάζονται παίκτες που θα με στηρίξουν για βρω γκολ αλλά δεν το είχα αυτό και ήξερα ότι δεν μπορούσα να αλλάξω».
– Το χειρότερο που θυμάστε;
«Η πίεση, η αρνητικότητα… ήταν πραγματικά πολύ δύσκολα. Φαντάσου είχα μιλήσει με ανθρώπους που είχαν παίξει στη Γερμανία όπως ο Όλσεν που πέρασε από την Κολωνία και μου είχε εξηγήσει τι γίνεται εκεί».
– Ενδιάμεσα, είχα πάει και στο EURO του 1992 με τη Δανία. Πώς είχατε νιώσει όταν το μάθατε;
«Είναι κάπως αστεία ιστορία. Δεν είχαμε προκριθεί στα τελικά του EURO και θυμάμαι ότι παίζαμε με τη Ρωσία στην έδρα μας και μετά το ματς κάποιοι από την ομοσπονδία μας έλεγαν ότι δεν πρέπει να φύγουμε τόσο νωρίς για διακοπές γιατί υπάρχει πιθανότητα να πάμε. Μετά από 2-3 μέρες μιλούσαμε όλο και περισσότερο με τους ανθρώπους της ομοσπονδίας για το τι θα γίνει. Ήταν κάπως περίεργο γιατί μετά το παιχνίδι με τη Ρωσία, ήταν να φύγουμε διακοπές, οπότε μας… χάλασαν όλα τα σχέδια (γέλια). αρκετά περίεργο».
– Εσείς είχατε φύγει για διακοπές;
«Όχι, όχι. Δεν θα πάμε στην Αγγλία με τη γυναίκα μου αλλά το ακυρώσαμε γιατί έπρεπε να περιμένουμε μερικές μέρες για να δούμε τι θα γίνει με το EURO. Ξέρω ότι κάποιοι παίκτες που έπαιζαν στην Ισπανία ή στην Ιταλία απλώς πήγαν στο σπίτι τους εκεί και έκαναν διακοπές, αλλά όλοι ήμασταν κοντά στο τηλέφωνο και περιμέναμε τι θα γίνει ώστε να γυρίσουμε το συντομότερο. Στην ομοσπονδία μας έλεγαν πως θα πάμε, απλώς καθυστερούσε όλο αυτό».
– Όταν πήγατε με την αποστολή πώς ήταν τα πράγματα;
«Ήταν αρκετά περίεργο γιατί δεν είχαμε παίξει παιχνίδια. Όταν δεν πας στο EURO έχεις ένα πλάνο για να παίξεις μερικά φιλικά ματς αλλά και για το πού θα μείνεις, που θα κάνεις προπόνηση, τι πρόγραμμα έχεις. Κάθε μέρα έπρεπε να δούμε τι θα κάνουμε (γέλια). Ήμασταν κάπως μπερδεμένοι γενικά. Ψάχναμε πού θα κάνουμε προπόνηση και πού θα μείνουμε αλλά ήμασταν προετοιμασμένοι ψυχικά και πνευματικά».
– Πιστεύετε ότι μπορείτε να το πάρετε;
«Δεν το πιστεύαμε, όχι! Ήμασταν σε ένα δύσκολο όμιλο με μεγάλες ομάδες και θεωρούσαμε ότι δεν έχουμε πιθανότητες. Απλώς σκεφτόμασταν ότι είναι μια καλή ευκαιρία να απολαύσουμε και να παίξουμε ωραίο ποδόσφαιρο. Ήμασταν χαλαροί θα έλεγα. Δεν πιστεύαμε ότι είναι δυνατόν να το κατακτήσουμε. Δεν το συζητάμε καν».
– Τι συνέβη με τον τραυματισμό σας;
«Έπαιξα στα δύο πρώτα παιχνίδια με την Αγγλία και τη Σουηδία. Πριν το τρίτο με τη Γαλλία άρχισα να νιώθω κάποιους πόνους στο γόνατο. Μίλησα με τον γιατρό και μου είπε ότι δεν είναι καλά τα πράγματα. Υπήρχε πιθανότητα να παίξω, οπότε έμεινα κανονικά στην αποστολή για περίπου δύο μέρες, έκατσα στον πάγκο με τη Γαλλία αλλά δεν μπορούσα να παίξω. Αποφασίστηκε να επιστρέψω στη Δανία ώστε να ξεκινήσω θεραπεία. Η Σάλκε με χρειαζόταν κι έτσι γύρισα πίσω για να κάνω χειρουργείο».
– Πολύ άσχημα για εσάς να φεύγετε σε τέτοια στιγμή από το EURO…
«Ήταν σκληρό αλλά και… καλό μια μέρα πριν το παιχνίδι στη Γαλλία, ήρθε στη ζωή ο γιος μου οπότε για εμένα ήταν υπέροχο που θα βρισκόμουν δίπλα στη γυναίκα μου και στον γιο μου αλλά και γιατί έφυγα από το EURO και με ένας τραυματισμός στο γόνατο. Θεωρώ ότι θα ήταν πολύ σκληρό για εμένα αν έμενα και άλλο μακριά τους».
– Όταν το κατέκτησε η ομάδα, πώς νιώσατε;
«Ήταν υπέροχο αλλά και περίεργο. Ακόμα λέω “πώς είναι δυνατόν;” (γέλια). Παίξαμε κόντρα σε μεγάλες ομάδες και εντάξει, υπάρχει η τύχη κάποιες φορές, αλλά ήταν κάπως περίεργο πως τα καταφέραμε. Ίσως τα καταφέραμε γιατί δεν είχαμε να παίξουμε όσα παιχνίδια παίζουν τώρα οι ομάδες (όμιλος, ημιτελικά, τελικά, στο σύνολο πέντε παιχνιδιών). Είναι σαν ταινία, σαν παραμύθι…»
– Μεγαλύτερο θαύμα το 2004 της Ελλάδας ή το 1992 με τη Δανία;
«Αυτό είναι δύσκολο. Και οι δύο είναι τεράστιες εκπλήξεις. Ίσως θα πω τη Δανία μόνο και μόνο επειδή κανονικά ήταν να μην πάμε στο EURO και για κάποιους λόγους εκτός ποδοσφαίρου, πήγαμε και κερδίσαμε. Η Ελλάδα σίγουρα ήταν ένα μεγάλο αουτσάιντερ στη διοργάνωση και τα κατάφερε αλλά είχε κάνει κάποια καλά ματς πριν και είχε περάσει στα τελικά. Για εμένα η κατάκτηση της Ελλάδας είναι μία από τις μεγαλύτερες στην ιστορία».
– Είχατε ως συμπαίκτη και τον Μίκαελ Λάουντρουπ…
«Είναι ο καλύτερος παίκτης με τον οποίο είχα παίξει ποτέ στην καριέρα μου. Έκανε μεγάλες επιτυχίες σε συλλογικό και διεθνές επίπεδο, είναι ένας τεράστιος παίκτης. Θεωρώ πως ήταν ένας από τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο εκείνη την περίοδο και χρειαζόταν οι παίκτες που να ήταν στο ίδιο επίπεδο με εκείνον ώστε να καταλάβουν τι θέλει. Κάποιες φορές είχα το συναίσθημα πως δεν μπορούσα να καταλάβουμε στην εθνική ομάδα ακριβώς τι ήθελε. Για παράδειγμα εγώ, θυμάμαι που είχε πει σε ένα ματς: “Γιατί έμεινε εκεί και δεν πήγε από εκεί που ήθελα΄;” (γέλια). Δεν υπήρχε επικοινωνία κατά τη γνώμη μου επειδή ήταν τόσο καλός που δεν μπορούσα να καταλάβω αυτό που ήθελε να κάνει!».
– Στον Ολυμπιακό ποιο είναι το μεταγραφικό story;
«Για την ακρίβεια, η ιστορία ξεκινάει με την εθνική ομάδα. Ο Πέτροβιτς ήταν προπονητής στη Γιουγκοσλαβία και όταν έπαιξα με τη Δανία ως αντίπαλος είχε σκοράρει δύο γκολ. Με θυμόταν και εκείνο το καλοκαίρι μου τηλεφώνησε για να πάω στην Ελλάδα και τον Ολυμπιακό. Εγώ είπα αμέσως ναι. Αυτή ήταν η σύνδεση».
– Εύκολη ή δύσκολη απόφαση;
«Ήταν εύκολη απόφαση επειδή μου άρεσε να δω νέες κουλτούρες και ήταν μια ευκαιρία να γνωρίσω την Ελλάδα και να παίξω. Δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή για να συνεχίσω την καριέρα μου αλλά όταν είδα ότι έχω αυτή την ευκαιρία, είπα ναι και για εμένα είναι μία από τις μεγαλύτερες και πιο σημαντικές αποφάσεις που πήραν στη ζωή μου. Μετά από κάποιες κακές σεζόν στην καριέρα μου αγαπήθηκα από τον κόσμο και πέρασα πραγματικά καλά στον Ολυμπιακό. Απόλαυσα το ποδόσφαιρο με τους οπαδούς. Ήξερα αρκετά για το πάθος των Ελλήνων οπαδών πριν πάω. Ήταν πολύ καλό να παίξω στην Ελλάδα».
– Ποια ήταν η πρώτη σας εντύπωση στην Ελλάδα;
«Είχα κάποιες πληροφορίες για την Ελλάδα αλλά είχα ξεχάσει να ρωτήσω πως είναι ο καιρός (γέλια)! Νομίζω είχε 42 βαθμούς κελσίου και έκανε πραγματικά πάρα πολύ ζέστη! ήταν απίστευτο. Θυμάμαι ότι κάναμε προπόνηση στις 8 το πρωί για να μην έχει τόσο ζέστη αλλά και πάλι ήταν απίστευτη. Στα δύο πρώτα παιχνίδια προσπαθούσαμε να είναι αργά. Αυτό είπα λοιπόν στην αρχή. «Ουφ, εδώ έχει πολλή ζέστη». Στα αποδυτήρια παίκτες που μιλούσαν γερμανικά και δεν είχα θέμα στην επικοινωνία και στην προσαρμογή. Από την πρώτη στιγμή με υποδέχτηκαν πολύ καλά όλοι στα αποδυτήρια».
– Το πρώτο σας ντέρμπι ήταν κόντρα στον Παναθηναϊκό. Πώς το είχατε βιώσει;
«Κοίτα, αρχικά κατάλαβα αμέσως πως αυτό το παιχνίδι σημαίνει πολλά, πάρα πολλά για τον σύλλογο και τον κόσμο. Στη Γερμανία η Σάλκε είχε το ντέρμπι με την Ντόρτμουντ και ήθελε τη νίκη αλλά αυτό στην Ελλάδα ήταν τρελό. Σημαίνει τόσα πολλά για το κλαμπ και τους οπαδούς. Πώς γίνεται να είναι τόσο σημαντικό; Δεν είναι απλά ένα ντέρμπι. Είναι πολύ σημαντικό ντέρμπι (γέλια)».
– Πώς το καταλάβατε, τι θυμάστε;
«Βλέπεις γενικά την κατάσταση εκείνη την εβδομάδα πριν το ντέρμπι, τις προπονήσεις ή όταν μπαίνει στο πούλημα πριν από το παιχνίδι. Βγαίνεις στο γήπεδο και η ατμόσφαιρα είναι πραγματικά καυτή, πολύ ευχάριστη αλλά αυτός ο κόσμος θέλει τη νίκη και το ξέρεις. Προσπαθεί να σε σπρώξει προς τη νίκη, δεν υπάρχει κάτι άλλο».
– Ποιο ήταν ο αγαπημένος σας ντέρμπι;
«Ουφ… δύσκολη ερώτηση. Θα έλεγα κόντρα στον Παναθηναϊκό ήταν λίγο περισσότερο αλλά και εναντίον της ΑΕΚ ήταν πραγματικά τεράστιο παιχνίδι. Ή στη Θεσσαλονίκη κόντρα στον ΠΑΟΚ στην Τούμπα».
– Ο Σωκράτης Κόκκαλης πώς ήταν ως χαρακτήρας;
«Ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος. Ήταν ευγενικός, μας φρόντισε και μας υποδέχθηκε στην πρώτη φορά που ήρθαμε στην Ελλάδα. Ήταν συνεχώς γύρω μου και μιλούσαμε αγγλικά. Θυμάμαι στις πρώτες μέρες μου στον Ολυμπιακό μετά τις υπογραφές, πήγαινα προς το σπίτι όταν με κάλεσε κάποιος και μου είπε ότι ο κ. Ο Κόκκαλης ήθελε να με δει, με κάλεσε στο σκάφος του. Εκεί άρχισα κάπως να ανησυχώ και να λέω “τι συμβαίνει τώρα;” (γέλια). Πήγα στο σκάφος και τελικά όλα ήταν μια χαρά, καθίσαμε χαλαρά και με ρωτούσε για τη Δανία και γενικά ένιωθα ένα κλίμα οικογένειας. Ξέρεις, μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα ακούσει διάφορα για εκείνον και τον τρόπο που ζει και αναρωτιόμουν τι έκανα. Ήμουν τόσο νευρικός στην αρχή αλλά όλα ήταν τέλεια μετά και ηρέμησα. Επίσης και ο αθλητικός διευθυντής που ήταν τότε, ήταν εξαιρετικός! Κάθε πρόβλημα που είχε το κλαμπ το είχε φτιάξει».
– Πάμε στο ματς με την Τενερίφη. Πετύχατε χάτ-τρικ και βοηθήσατε στο τελικό 4-3 παρά τον αποκλεισμό. Τι θυμάστε από τότε;
«Είναι το καλύτερο παιχνίδι μου με τον Ολυμπιακό. Θυμάμαι που χάσαμε στην Ισπανία με 2-1, κάναμε καλό παιχνίδι αλλά δεν καταφέραμε να νικήσουμε. Στην έδρα μας, το γήπεδο ήταν πραγματικά γεμάτο και θυμάμαι χαρακτηριστικά τους οπαδούς πίσω από το τέρμα που ήταν πραγματικά… φωτιά και έλεγα μέσα μου “ουάου”. Κάποιες φορές στη ζωή έχεις κάποιες στιγμές που λες: “εδώ είμαστε”. Είχα αυτό το συναίσθημα και κατάλαβα πως το είχα και όλοι στην ομάδα, ότι μπορούμε να το γυρίσουμε. Θυμάμαι κάποια περίεργα σκηνικά που έγιναν στο ημίχρονο από τους οπαδούς της Τενερίφης αλλά στο δεύτερο μέρος είχαν σταματήσει. Είχαμε αυτοπεποίθηση αλλά τελικά δεν καταφέραμε να ανατρέψουμε το σκορ, ήμασταν άτυχοι. Ήταν μεγάλο παιχνίδι και το παλέψαμε».
– Είναι το καλύτερό σας παιχνίδι στην καριέρα σας;
«Και βέβαια είναι! Ήταν τόσο έντονο, γεμάτο πάθος παιχνίδι. Είναι τρελό γιατί τη μία είσαι στην επόμενη φάση, μετά δεν είσαι και στο τέλος μένεις εκτός για ένα γκολ».
– Είχατε ποτέ παράπονο από τον Ολυμπιακό;
«Όχι, όχι, κανένα απολύτως. Οι πιο χαρούμενες στιγμές μου ως ποδοσφαιριστής ήταν στην Ελλάδα και την Ισπανία. Ήμουν χαρούμενος όπως και η οικογένεια μου. Παρότι έκανε τόσο ζέστη (γέλια)».
– Ο Αλέφαντος ήταν προπονητής σας. Πώς ήταν ως κόουτς;
«Ήταν παλαιάς κοπής. Θυμάμαι που έσπαγε τα μπουκάλια και πόσο ζούσε το κάθε παιχνίδι. Ήταν τόσο ήρεμος όμως στην προπόνηση (γέλια). Μιλούσε αργά και σιγά, ήταν γενικά αρκετά χαλαρός. Έδειχνε τι ήθελε και μετά μας έλεγε να το κάνουμε και εμείς. Αλλά στους αγώνες ήταν πιο σκληρός και με περισσότερη ένταση. Για εμένα ήταν εξαιρετικός άνθρωπος».
– Με ποιον συμπαίκτη σας είχατε καλύτερη επαφή;
«Ο Προτάσοφ ήταν από τους πρώτους που ήρθαν να μου μιλήσουν και κάναμε παρέα. Σε κάποια παιχνίδια, ήμουν ή εγώ ή εκείνος στην ενδεκάδα, οπότε δεν είμαστε συχνά μαζί στον αγωνιστικό χώρο. Όμως έξω από τα γήπεδα, περνούσαμε χρόνο μαζί, κάναμε τραπέζι και ήταν εξαιρετικός άνθρωπος. Είχε εξαιρετική σχέση και με τον Μηνά Χατζίδη που ήταν εντυπωσιακός παίκτης ή τον Κρις Καλαντζή που βγήκε για καφέ. Στις προπονήσεις ήμασταν όλοι μαζί σαν ένα για να νικάμε κάθε αντίπαλο. Θυμάμαι ο Μπατίστα που θύμωνε πάρα πολύ αν δεν του έδινες την μπάλα κιόλας (γέλια)».
– Εν τέλει γιατί φύγατε;
«Δεν ξέρω. Εγώ ήθελα πολύ να μείνω στον Ολυμπιακό. Θυμάμαι που πήγα στην Ισπανία και τότε ο αθλητικός διευθυντής με είχε πάρει τηλέφωνο για να γυρίσω και ήμασταν κοντά για να επιστρέψω αλλά στο τέλος πραγματικά δεν ξέρω τι συνέβη».
– Είχατε πρόταση ποτέ από ελληνική ομάδα;
«Ναι, ναι. Είχα μιλήσει με την ΑΕΚ αλλά πολύ λίγο. Με ήθελαν αλλά δεν ήταν τόσο καλή ιδέα να πάω εκεί (γέλια). Μίλησα με τον πρόεδρό της και στην αρχή ήθελα να πάω γιατί πέρασα πολύ ωραία στην Ελλάδα. Αλλά στο δεύτερο τηλεφώνημα μίλησα με τη γυναίκα μου και μου είπε ότι δεν ήταν καλή ιδέα. Είχα περάσει εξαιρετικά στον Ολυμπιακό οπότε γιατί να πάω σε έναν αντίπαλο; Οπότε… όχι».
– Το καλύτερο σας γκολ;
«Πφφφ.. με έχεις δυσκολέψει (γέλια). Ίσως να ξεχωρίσω τα γκολ με την Τενερίφη γιατί ήταν πολύ σημαντικά και για εμένα και για την ομάδα. Αλλά σίγουρα έχω και άλλα».
– Θα αλλάζετε κάτι στην καριέρα σας;
«Δεν θα πω ότι το μετάνιωσα γιατί δεν ήταν μόνο δική μου απόφαση. Όταν έπαιζα στον Ολυμπιακό πέρασα πολύ καλά έξω και μέσα στον αγωνιστικό χώρο και είμαι απογοητευμένος που έκατσα εκεί μόλις μία σεζόν γιατί πέρασα πραγματικά υπέροχα. Νιώθω στεναχωρημένος που δεν έμεινα περισσότερο στον Ολυμπιακό. Είχα περάσει τόσο καλά σε όλους τους τομείς»