Οι οκτώ εμπλεκόμενοι αστυνομικοί επικαλούνται ότι «απειλήθηκε η ζωή τους και κινδύνευαν να συνθλιβούν από τον εμβολισμό των μοτοσικλετών τους από το όχημα των δραστών που λειτούργησε ως «φονικό όπλο»».
Ως κατηγορούμενοι για ανθρωποκτονία, μάλιστα, ανέσυραν αντίστοιχη υπόθεση (τον Μάρτιο του 2016 στην Καλλιθέα) όπου υπήρξε τελικώς απαλλαγή του τότε κατηγορούμενου συναδέλφου τους που είχε σκοτώσει αλλοδαπό από το Καζακστάν, ο οποίος προηγουμένως είχε χτυπήσει με κλεμμένο ταξί την υπηρεσιακή μοτοσικλέτα του. Πρόκειται για το δέκατο περιστατικό στη χώρα μας με θάνατο πολίτη από πυροβολισμούς αστυνομικών στη διάρκεια καταδίωξης.
Ολα ξεκίνησαν στις 11:45 το βράδυ στη λεωφόρο Θηβών, στο ύψος του Ρέντη, όπου αστυνομικοί εντόπισαν και επιχείρησαν να ελέγξουν ΙΧ που θεωρήθηκε ύποπτο. Οταν αντελήφθη την παρουσία τους ο οδηγός ανέπτυξε ταχύτητα και προσπάθησε να διαφύγει, με την καταδίωξη να καταλήγει στην περιοχή του Περάματος, όπου το όχημα ακινητοποιήθηκε.
Εκεί, ο οδηγός του κλεμμένου οχήματος με όπισθεν αιφνιδιαστική κίνηση εμβόλισε πέντε δίκυκλα των ομάδων ΔΙΑΣ, με τουλάχιστον τέσσερις-πέντε αστυνομικούς να γαζώνουν εν συνεχεία (σ.σ. το πυρ ξεκίνησε από τον υπαστυνόμο, επικεφαλής ομάδας) το όχημα, με αποτέλεσμα τον θάνατο του νεαρού και τον τραυματισμό ενός ακόμα ατόμου.
Τα 10 λάθη που φαίνεται ότι έγιναν:
Πρώτον, στην καταδίωξη δεν επιχειρήθηκε η συνδρομή κι άλλων αστυνομικών δυνάμεων, ώστε να δημιουργηθεί «φράγμα» στο κλεμμένο όχημα. Αντ’ αυτού υπήρξε καταδίωξη από τρεις ομάδες ΔΙΑΣ που εξελίχθηκε για ώρα στον… μισό Πειραιά, χωρίς εναλλακτικό σχέδιο.
Δεύτερον, από το επιχειρησιακό κέντρο της ΕΛ.ΑΣ. δόθηκε σχετικά γρήγορα η εντολή να σταματήσει η καταδίωξη αφού διαπιστώθηκε ότι το όχημα κι οι αστυνομικοί που τους ακολουθούσαν παραβίασαν τρεις κεντρικούς σηματοδότες με κίνδυνο πρόκλησης σοβαρού τροχαίου. Ομως, υπάρχει διαφωνία για αυτή την κεντρική επιλογή, χωρίς την εφαρμογή άλλου σχεδίου εγκλωβισμού. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασυδοσία κακοποιών που θα αισθανθούν ότι έχουν το… ακαταδίωκτο.
Τρίτον, στην κεντρική εντολή από το επιχειρησιακό κέντρο να σταματήσει η καταδίωξη φαίνεται να άκουσε μόνο μία από τις τρεις ομάδες ΔΙΑΣ (σ.σ. εκείνη του Πειραιά που είχε εντοπίσει το κλεμμένο όχημα) και η οποία ανταποκρίθηκε ότι το «σήμα ελήφθη». Οι άλλες δύο με οκτώ αστυνομικούς συνέχισαν.
Τέταρτον, οι οκτώ αστυνομικοί των δύο ομάδων ΔΙΑΣ (σ.σ. από άλλες περιοχές της Δυτικής Αττικής) που συνέχισαν το ανθρωποκυνηγητό μέχρι το Πέραμα, φαίνεται να επικαλέσθηκαν ότι δεν άκουσαν την εντολή. Αυτό είτε γιατί υπήρχε «κενό» στις επικοινωνίες (σ.σ. το οποίο δεν υπήρξε περιέργως στην πρώτη ομάδα ΔΙΑΣ), είτε γιατί υπήρχε θόρυβος και ήταν αφοσιωμένοι στην καταδίωξη.
Πέμπτον, στο επιχειρησιακό κέντρο μετά το πρώτο «ελήφθη» υπήρξε εφησυχασμός ότι το «συμβάν ήταν λήξαν». Ομως δεν ερευνήθηκε τι συνέβαινε με τις δύο άλλες ομάδες μοτοσικλετιστών που είχαν κι αυτοί ασυρμάτους και δεν εξετάσθηκε αν συνέχιζαν ή σταμάτησαν.
Έκτον, οι οκτώ αστυνομικοί που επέβαιναν σε τέσσερις υπηρεσιακές μοτοσικλέτες και οι οποίοι παρατάχθηκαν πίσω από το αρχικά ακίνητο όχημα, αιφνιδιάσθηκαν από την όπισθεν κίνησή του και δεν είχαν τα περιθώρια να αποφύγουν τον εμβολισμό.
Έβδομον, το πυρ εναντίον του οχήματος ξεκίνησε ένας νεαρός, σχετικά άπειρος, υπαστυνόμος, με τριετή θητεία στην ΕΛ.ΑΣ., που ήταν επικεφαλής μίας από τις ομάδες ΔΙΑΣ και ο οποίος επέβαινε στη μηχανή που δεν χτυπήθηκε. Ενεργώντας, σύμφωνα με το σκεπτικό του, υπέρ των συναδέλφων του που έπεσαν στο έδαφος από τον εμβολισμό. Αλλοι αστυνομικοί που συμμετείχαν στο συμβάν φαίνεται να έχουν υποστηρίξει ότι «μέσα στη σύγχυση και ύστερα από τους πρώτους πυροβολισμούς του υπαστυνόμου, τους δόθηκε η εντύπωση ότι δέχονταν πυρά από τους επιβάτες του ΙΧ (σ.σ. οι επιβάτες του αυτοκινήτου ήταν άοπλοι) και άρχισαν να πυροβολούν κι αυτοί».
Όγδοον, οι τουλάχιστον τέσσερις – πέντε αστυνομικοί που γάζωσαν με 38 σφαίρες το όχημα δεν είχαν στόχευση στα λάστιχά του ώστε να το ακινητοποιήσουν, αφού ορισμένες σφαίρες κατέληξαν στην καμπίνα του οδηγού με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Το θύμα φέρει τρία διαμπερή τραύματα στον λαιμό και στον θώρακα, δείγμα ότι οι πυροβολισμοί ήταν σχετικά ψηλά στο όχημα κι όχι στο κάτω μέρος. Οπως υποστηρίζουν οι αστυνομικοί, κύριο μέλημά τους ήταν η ακινητοποίηση του οχήματος και για αυτό δεν υπήρξε σοβαρός τραυματισμός του συνοδηγού, ενώ δεν άνοιξαν καθόλου πυρ κατά τη διαφυγή του τρίτου επιβάτη που παραμένει άφαντος. Ωστόσο, σφάλμα θεωρείται ότι ενώ καταδίωκαν για αρκετή ώρα το όχημα δεν συνεκτίμησαν ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε πρόταξη όπλου από τους επιβάτες καθώς και ότι στο όχημα βρίσκονταν άτομα ηλικίας 15-21 ετών.
Ένατον, παραμένει ερώτημα αν τελικώς υπήρξαν τραυματισμοί αστυνομικών από τον εμβολισμό των διτρόχων τους, όπως αναφέρθηκε. Από τις επικοινωνίες της ΕΛ.ΑΣ. προκύπτει ότι οι εμπλεκόμενοι ένστολοι ενημέρωναν ότι «ευτυχώς δεν χτύπησε κανείς».
Δέκατον, υπήρξαν συνολικά λάθη στη διαχείριση του περιστατικού από την αρχή μέχρι το τέλος, αφού όταν υπήρξε ενημέρωση για πυροβολισμούς με θύματα τους δύο επιβάτες του οχήματος προκλήθηκε τεράστια έκπληξη στους προϊσταμένους στην ΕΛ.ΑΣ. και ουδείς γνώριζε τι είχε συμβεί σε αυτό το «ανεξέλεγκτο συμβάν».