Γιατί ο Αριστοτέλης Ωνάσης δεν πλήρωνε ποτέ φόρους
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Τι γινόταν με τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Ηταν η «σκιά» του, ο Έλληνας που τον ακολουθούσε παντού και που πάντα θα τον έβγαζε από δύσκολες καταστάσεις. Ο ίδιος ο Αρίστος τον χαρακτήριζε «μορφή», γιατί ήξερε να ελίσσεται στις μπίζνες του. Ήξερε λοιπόν και όλα τα μυστικά του…
Ένας από τους τελευταίους συνεργάτες του Αριστοτέλη Ωνάση και δεξί του χέρι στις επιχειρήσεις του στην Αμερική, ο θρυλικός Τομ Νέστωρ, έφυγε από τη ζωή πριν από μερικές εβδομάδες, παίρνοντας μαζί του στον τάφο πολλά από τα μυστικά του Έλληνα κροίσου αλλά και πολλών άλλων διασημοτήτων της εποχής εκείνης.
Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, όπου και έζησε με όλους τους μύθους και τις προσωπικότητες παγκόσμιου βεληνεκούς, ο Τομ Νέστωρ «έφυγε» σε ηλικία 93 ετών στις 8 Ιουλίου και κηδεύτηκε στις 11 Ιουλίου στο αγαπημένο του Γαλαξίδι, απ’ όπου και καταγόταν. Δίπλα του πάντα έως το τέλος της ζωής του είχε την αγαπημένη του κόρη Βιβή. Και δεν θα γινόταν γνωστός ο θάνατός του αν φίλοι του από το Γαλαξίδι δεν επικοινωνούσαν με την «Espresso» για να μας μεταφέρουν την είδηση, καθώς ο ίδιος ο Νέστωρ διατηρούσε στενή επαφή με τον υπογράφοντα εδώ και χρόνια.
Ωνάσης, Κάλλας, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Σπύρος Σκούρας, Αγκνιου, Φρανκ Σινάτρα ήταν μερικοί από τους καθημερινούς φίλους του στα χρόνια της δόξας του, στον οποίο εμπιστευόταν πολλά από τα μυστικά τους. Για τον Ωνάση στην Αμερική ήταν η «σκιά» του, που πάντα θα τον έβγαζε από δύσκολες καταστάσεις. Ο ίδιος ο Αρίστος τον χαρακτήριζε «μορφή», γιατί ήξερε να ελίσσεται στις μπίζνες του.
Η Τζάκι τον κρατούσε σε απόσταση γιατί προστάτευε τον Έλληνα κροίσο, ενώ πρόεδροι της Αμερικής έπιναν ποτό μαζί του για να τα έχουν καλά και με τον Ωνάση. Ανθρωπος χαμηλών τόνων, παρά τις δόξες που είχε ζήσει με όλα τα ιερά τέρατα της πολιτικής και του επιχειρηματικού κόσμου, το 2018 και λίγους μήνες προτού εκδώσει την αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Απ’ το Γαλαξίδι στον Λευκό Οίκο», ο Τομ Νέστωρ άνοιξε την καρδιά του στην «Espresso» και μιλούσε για όλη τη ζωή του. Μια ζωή βγαλμένη από παραμύθι. Τον είχαμε συναντήσει σε ένα μικρό καφέ, στην περιοχή των Αμπελοκήπων.
Εκεί όπου ήταν και το διαμέρισμά του. Ενα διαμέρισμα γεμάτο φωτογραφίες από την εποχή της μεγάλης του δόξας στην Αμερική. Με σπαστά ελληνικά, προσπαθούσε πολλές φορές να θυμηθεί αυτούσιες τις ελληνικές λέξεις, αλλά και τα συναρπαστικά γεγονότα. Αλλα τα έγραψε στο βιβλίο του! «Κατάγομαι από μια πολύ φτωχή οικογένεια και ένα πολύ ζεστό οικογενειακό σπίτι του Γαλαξιδίου. Ο πατέρας μου ήταν τυροκόμος και ψάλτης. Η μάνα βοηθούσε τον μπαμπά και παράλληλα έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Η αλήθεια είναι ότι δεν μας έλειψε τίποτα, παρόλη τη φτώχεια του πολέμου και τις άσχημες μετεμφυλιακές καταστάσεις.
Εγώ έφυγα για την Αμερική το 1950. Πήγα εκεί χωρίς να ξέρω τίποτα και κανέναν. Ηταν η εποχή της ευρείας μετανάστευσης των Ελλήνων. Οι γονείς μου μού έδωσαν την ευχή τους και με δάκρυα στα μάτια έφυγα ως μετανάστης για μια καλύτερη ζωή. Είχα δεν είχα πάνω μου 100 δολάρια όταν πήγα εκεί. Ολες τις οικονομίες της οικογένειας. Τις μάζεψα και έφυγα. Οταν έφτασα απευθύνθηκα σε πολλές επιχειρήσεις και έκανα όλες τις δουλειές που μπορεί να φανταστεί κάποιος για να ζήσω. Και όχι μόνο έζησα, αλλά κατάφερα να μεγαλουργήσω. Εχοντας φτάσει πλέον στη δύση της ζωής μου και έχοντας αποκτήσει μια υπέροχη οικογένεια, λέω ότι στην Αμερική έζησα μια σπουδαία ζωή, που δεν μπορούσα να φανταστώ όταν πατούσα το πόδι μου εκεί…», έλεγε τότε στην «Espresso» για τα πρώτα του χρόνια.
Ωστόσο, ο Ωνάσης τον λάτρεψε για την εργατικότητά του. «Δούλευα τότε στο αμερικανικό ραδιόφωνο WLIB, ενώ παράλληλα είχα καταφέρει να πιάσω δουλειά και σε μια εταιρία που μόνο Αμερικανοί μπορούσαν να εργαστούν. Μαθεύτηκε, λοιπόν, από στόμα σε στόμα ότι υπάρχει ένας σπουδαίος νέος Ελληνας ο οποίος εργάζεται στη συγκεκριμένη εταιρία. Η Ολυμπιακή ακόμη δεν είχε ανοίξει εκεί. Ερχεται ο γενικός διευθυντής της εταιρίας, ο Παπαδάκης, και μου λέει: “Εμαθε ο κύριος Ωνάσης ότι είσαι εξαιρετικός στην εργασία σου και θέλει να εργαστείς για εκείνον τώρα που θα ξεκινήσει τη γραμμή Αθήνα – Νέα Υόρκη”. Εγώ του ζήτησα πίστωση χρόνου, λόγω της εργασίας που ήδη είχα. Εκείνοι, βέβαια, με πίεζαν γιατί στηρίζονταν πάνω μου. Υστερα από 20 ημέρες έπιασα δουλειά. Με εμπιστεύτηκε τόσο πολύ, που έλεγε ο ίδιος “ο Τομ είναι το δεξί μου χέρι”» και κάπως έτσι άρχισε η σχέση ζωής με τον χρυσό Ελληνα.
Με νοσταλγία τότε θυμόταν τα γλέντια του Ελληνα κροίσου στην Αμερική, όταν πήγαινε εκεί για τις επιχειρήσεις του, ενώ ο Τομ Νέστωρ ήταν εκεί η σκιά του. «Στην Αμερική ο Ωνάσης δεν κρατούσε ποτέ πάνω του χρήματα. Ούτε ένα σεντ. Εγώ διαχειριζόμουν όλα τα χρήματα που ξόδευε πέραν του Ατλαντικού. Και εκεί ήταν ένας απλός άνθρωπος. Δεν είχε ούτε έναν αστυνομικό στο πλευρό του.
Εγώ ήμουν για εκείνον και διαχειριστής των χρημάτων και security όταν έβγαινε στους δρόμους. Του άρεσε να γλεντάει πολύ. Ο Αρίστος ήταν ο αιώνιος Ελληνας γλεντζές… Και εκείνος και η Μαρία Κάλλας. Ολοι μαζί πηγαίναμε στα μπουζούκια και εγώ πλήρωνα τους λογαριασμούς. Οσο και αν γλεντούσε, όμως, δεν ξέφευγε. Δεν έσπαγε πιάτα, δεν άνοιγε σαμπάνιες. Ηταν κύριος! Οταν δεν πηγαίναμε στα ελληνικά μπουζούκια, του έκλεινα πάρτι με όλη την αφρόκρεμα της Νέας Υόρκης και μια ορχήστρα να παίζει ρουμάνικη μουσική.
Του άρεσε πολύ, λόγω του Κωνσταντίνου Γράτσου, που ήταν ο άνθρωπος-σκιά του Αρίστου» περιέγραφε στην «Espresso»! Ωστόσο, ο Τομ Νέστωρ ευτύχισε να γνωρίσει τεράστιες προσωπικότητες, όπως ο Σπύρος Σκούρας, της κινηματογραφικής εταιρίας FOX, που τον είχε σαν παιδί του. «Ο Σπύρος Σκούρας υπήρξε για μένα στην Αμερική δεύτερος πατέρας. Με στήριξε σαν να ήμουν παιδί του. Ξεκίνησα μαζί του από το Χόλιγουντ, όπου εργαζόμουν για εκείνον σε μεγάλα κλαμπ, όταν πήγαιναν όλοι οι μεγάλοι σταρ, ενώ αργότερα τον συνάντησα πολλές φορές λόγω του Ωνάση, του Αγκνιου και του Νίξον. Και ήθελε να γράψει στο όνομά μου μια ναυτιλιακή εταιρία, γιατί με θεωρούσε άξιο συνεχιστή του. Αλλωστε, αν ο Σκούρας δεν έμπαινε στη μέση, ο Ωνάσης θα είχε μπει φυλακή» έλεγε τότε ο Τομ Νέστωρ.
«Ο Αρίστος δεν πλήρωνε ποτέ φόρους εκεί. Είχε αυτή τη συνήθεια. Και γι’ αυτό, άλλωστε, για ένα μεγάλο διάστημα θεωρούνταν ανεπιθύμητος στις ΗΠΑ. Θυμάμαι ότι η πρώτη κουβέντα που του είπε ο Σκούρας όταν συνάντησε τον Αρίστο ήταν αυτή: “Πατριώτη, στην Αμερική δύο πράγματα δεν μπορείς να αποφύγεις: τον θάνατο και τους φόρους”. Ο Ωνάσης ήταν και ο χρηματοδότης του Σπύρου Αγκνιου εκεί, ενώ ο Σκούρας ήταν ο χρηματοδότης του Νίξον. Ο Αρίστος μού μετέφερε από τους λογαριασμούς του στους δικούς μου αμερικανικούς λογαριασμούς χρήματα και φαινόταν ότι εγώ χρηματοδοτούσα τον προεκλογικό αγώνα του Αγκνιου. Ομως στην πραγματικότητα ο χρηματοδότης ήταν ο Ωνάσης. Και χάρη σε μένα ο Αγκνιου έγινε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ».
Κατά τη διάρκεια της αποκαλυπτικής του συνέντευξης ο Τομ Νέστωρ δεν έκρυψε και τον λόγο για τον οποίο απομακρύνθηκε από τον μεγιστάνα.«Εφυγα από τον Ωνάση περίπου δέκα χρόνια μετά, όταν μου ανακοίνωσε ότι θα παντρευτεί την Τζάκι Κένεντι. Για την αμερικανική νεολαία, τότε, ο Κένεντι ήταν ένας θνητός θεός. Θεώρησα ότι ο γάμος του θα αμαύρωνε το όνομα “Κένεντι”. Το θεώρησα μεγάλη προσβολή και τον είχα ρωτήσει: “Γιατί, Αρίστο, την Τζάκι Κένεντι, αφού έχεις μια Ελληνίδα θεά που λέγεται Μαρία Κάλλας;” Και μου απάντησε κυνικά: “Ο γάμος μου με την Κένεντι είναι μια καλή μπίζνα”. Και ήταν προσβολή για μένα ότι θα χώριζε την Κάλλας, την οποία γνώριζα πάρα πολύ καλά. Ενιωθα άσχημα. Τότε, λοιπόν, μαλώσαμε και έφυγα. Ο ίδιος δεν το περίμενε και πίστευε ότι θα γυρίσω. Εγώ, όμως, είχα ήδη φύγει από την εταιρία».
Στη συνέχεια περιγράφε ένα περιστατικό από την εποχή που στη ζωή του Ωνάση υπήρχε η Κάλλας! «Ενα πρωί έρχεται η Μαρία στο γραφείο. Ηταν πάντα κοκέτα και με πολύ κομψή εμφάνιση. Φορούσε πάντα μαύρα γυαλιά και ταγέρ. Οι νεαρές κοπέλες που ήταν στο γραφείο, τότε, του Ωνάση δεν γνώριζαν ποια είναι η Κάλλας.
Ρωτάει η Μαρία, βγάζοντας τα μαύρα γυαλιά από τα μάτια της: “Πού είναι ο Αρης, δεσποινίς μου;” Η Τζορτζέτ, που ήταν μία από τις πιστές υπαλλήλους του Αρίστου στην Αμερική, την κοιτάζει καλά καλά και τη ρωτάει στα αμερικάνικα: “Ποιος είναι ο Αρης, κυρία;” Και η Μαρία τής απαντάει: “Onasis of course!”
Η Μαρία ήταν γνήσια Ελληνίδα, με πολύ καλή ψυχή. Ωστόσο, επειδή ήταν πριμαντόνα, είχε ένα εύλογο τουπέ. Από την άλλη, η Τζάκι ήταν συμφεροντολόγος. Κοιτούσε μόνο τον εαυτό της και κανέναν άλλον».