Απίστευτη ιστορία: Ο Άγγλος που ερωτεύτηκε την Ελλάδα και τον Ολυμπιακό!
Και ξένος να είσαι, κολλάς με αυτή τη χώρα και αυτή την ομάδα
Δείτε όλη την άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη:
«Το όνομά μου είναι Φίλιπ Τέιλορ, ζω 30χλμ έξω από το κέντρο του Λονδίνου. Δουλεύω στον στρατό, σε γραφείο, ξέρεις με πολιτικά ρούχα. Πολλά χρόνια πριν, όταν ήμουν περίπου 10-11 χρονών ο παππούς και η γαγιά μου πάντα με έπαιρναν μαζί τους όταν επισκέπτονταν την Ελλάδα. Στην Κρήτη, την Ρόδο, την Κέρκυρα»
Έχεις ρίζες δηλαδή; Μακρινή καταγωγή;
«Όχι, δεν είχαν κάποια σχέση με την Ελλάδα. Άγγλοι ήταν. Απλά τους άρεσε πολύ. Μετέπειτα και οι γονείς μου επισκέφθηκαν τη χώρα σας για διακοπές. Μετά από όλα τα ταξίδια εμένα κάτι μου κόλλησε στο μυαλό. Δεν μπορώ να το προσδιορίσω ακριβώς. Δεν ξέρω τί ήταν. Ενδεχομένως η φιλικότητα. Όχι επειδή ήμουν σε διακοπές και όλοι ήταν χαρούμενοι. Κάτι διαφορετικό. Ο παππούς μου ήταν στο ναυτικό, γύρω από την Κρήτη, στον πόλεμο. Ξέρεις ήταν ο τυπικός παππούς. Και οι μεγάλοι άνθρωποι στα χωριά, πάντα όταν μας έβλεπαν να περπατάμε, μας καλωσόριζαν, μας καλούσαν στα χωράφια τους, τα σπίτια τους για φαγητό, ρακί. Το αγαπούσα αυτό, ήταν τόσο διαφορετικό».
Άρα έτσι κάπως γνώρισες και αγάπησες την Ελλάδα, η τρέλα με τον Ολυμπιακό πώς προέκυψε;
«Ας κάνουμε fast forword. Ας πάμε πολλά χρόνια αργότερα, στο 2014, η αρραβωνιαστικιά μου έφυγε από τη ζωή, ήταν Κύπρια. Και όταν πέθανε… το αφεντικό μου στον στρατό, μια μέρα μου είπε: “έλα, κλείσε την πόρτα”. Η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν “έχω μπλέξει”. Όμως εκείνος είπε: “για μια ώρα είμαι φίλος σου κι όχι ανώτερός σου. Πρέπει να πας κάπου να καθαρίσει το κεφάλι σου”. Μου πρότεινε να πάω στο Πανεπιστήμιο, αλλά του απάντησα ότι είμαι πολύ μεγάλος πια γι’ αυτά. Και τότε εκείνος μου είπε σε… γλώσσα του στρατού: “άντε γ@μήσου, πήγαινε στην Ελλάδα να δεις ποδόσφαιρο”».
Εκείνος ο διάλογος και η προτροπή του αφεντικού του, πυροδότησε την περιέργεια να αναζητήσει πληροφορίες για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Έψαξε διεξοδικά για όλες τις ομάδες της SuperLeague. Ο Ολυμπιακός ήταν αυτός που κέντρισε το ενδιαφέρον του, κυρίως λόγω της καρδιάς της ύπαρξής του, που βρίσκεται στις φτωχογειτονιές του Πειραιά.
«Το θυμάμαι πολύ καλά, ήταν Παρασκευή και είπε “τελείωσε τη δουλειά σου, μάζεψε τα πράγματά σου και πήγαινε σπίτι σου, κι επέστρεψε στο γραφείο την Τρίτη να μου ανακοινώσεις τί αποφάσισες να κάνεις. Θα μείνει μεταξύ μας, κανείς δεν πρέπει να το μάθει”. Έκανα λοιπόν την έρευνά μου για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Έψαξα για όλες τις μεγάλες ομάδες. Για τον Παναθηναϊκό, διάβασα ότι πρόκειται για ομάδα της αστικής τάξης, είναι κάπως ψηλομύτες. Διάβασα για την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ, τον Ατρόμητο. Έψαξα και για τον Ολυμπιακό. Είδα ότι είναι ομάδα με ρίζες στην εργατική τάξη. Είπα “οκ, αυτό είναι”. Στη συνέχεια έψαξα πτήσεις. Επέστρεψα στο γραφείο την Τρίτη και είπα στο αφεντικό μου: “σερ, θέλω να πάω στην Ελλάδα να δω τον Ολυμπιακό”. Ήταν Οκτώβριος του 2014».
Το πρώτο σου παιχνίδι λοιπόν ποιο είναι;
«Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν το Ολυμπιακός – Γιουβέντους (1-0 με σκόρερ τον Κασάμι). Και μετά από τέσσερις ημέρες το Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός (1-0 με γκολ του Αυλωνίτη). Ο Ολυμπιακός τότε με τους Κασάμι, Ρομπέρτο, Ντομίνγκες! Όταν επέστρεψα στην Αγγλία, έπιασα το αφεντικό μου και του είπα: “αυτό θέλω να κάνω”. Θυμάμαι είχε πληρώσει την πρώτη μου πτήση».
Θυμόταν, ημερομηνίες, σκόρερ τα πάντα. Όπως συμβαίνει συνήθως όταν επισκέπτεσαι πρώτη φορά το γήπεδο της αγαπημένης σου ομάδας.
Και στη συνέχεια, μετά από εκείνα τα δύο ματς τον Οκτώβριο του 2014, πότε ξανά ήρθες;
«Μετά τα δύο πρώτα μου παιχνίδια, ερχόμουν μία φορά το μήνα Ελλάδα κι έβλεπα από ένα ματς. Τον Ιανουάριο αγόρασα εισιτήριο διαρκείας μισής σεζόν (Ιανουάριος – Απρίλιος). Από τότε συνεχίζομαι να έρχομαι μία φορά κάθε μήνα. Εξαιρούνται τα δύο χρόνια της πανδημίας».
Πώς σε υποδέχτηκαν οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού;
«Τις πρώτες φορές που ήρθα έμεινα σε ξενοδοχείο ή Airbnb. Ο κόσμος με κοιτούσε καχύποπτα. Δεν ήξεραν ποιός είμαι, δεν με είχε ποτέ κανείς, πουθενά. Ίσως νόμιζαν ότι είμαι Παναθηναϊκός, ή άνθρωπος της Ασφάλειας. Σιγά – σιγά με εμπιστεύτηκαν. Έτσι τώρα κάποιες φορές με φιλοξενούν, με παίρνουν από το αεροδρόμιο, με πηγαίνουν να πάρω το αεροπλάνο της επιστροφής. Έχω μείνει σε όλες τις πόλεις του Πειραιά και τα περίχωρα. Δραπετσώνα, Μοσχάτο, Περιστέρι, Άγιος Δημήτριος. Τώρα με έχουν καλέσει και σε έναν γάμο, στη Χίο».
Δηλαδή ζεις στην Αγγλία, από την μήτρα της οποίας γεννήθηκε το ποδόσφαιρο, ζεις λίγο έξω από το Λονδίνο, αλλά δεν είσαι Άρσεναλ ή Τσέλσι. Ή Φούλαμ ή κάποια ομάδα εκτός Λονδίνου, Λίβερπουλ για παράδειγμα.
«Δούλευα για κάποια χρόνια σε ένα αγγλικό σύλλογο. Πουλούσα το match magazine. Για περίπου 13-15 χρόνια. Ήμουν οπαδός της Γουίμπλεντον. Πήγαμε από την 4η, στην 3η κατηγορία, κι έπειτα στην 2η και τελικά στην 1η κατηγορία. Και ύστερα μετέφεραν την έδρα μας. Από το νοτιοδυτικό Λονδίνο, στο Μίλτον Κέινς. Την ίδια περίοδο, η αρραβωνιαστικιά μου “έφυγε” από τη ζωή. Από το Λονδίνο στο Μίλτον Κέινς είναι περίπου 78 χιλιόμετρα. Σκέφτηκα ότι αυτό είναι σκ@τά. Επιπλέον, όλοι στο γήπεδο με γνώριζαν, με ρωτούσαν συνεχώς για την σύντροφό μου, δεν μπορούσα να το διαχειριστώ.
Επίσης το ποδόσφαιρο στην Αγγλία είναι πολύ ακριβό. Στην Άρσεναλ, το φθηνότερο εισιτήριο διαρκείας είναι 1.300 ευρώ. Και μάλιστα δεν ισχύει για όλα τα παιχνίδια. Μόνο τα παιχνίδια της Premier League. Όχι για τα ευρωπαϊκά, ούτε για το Κύπελλο. Μόνο για 19 παιχνίδια. Ίδιες τιμές στην Τότεναμ, την Τσέλσι. Είναι πάρα πολλά λεφτά.
Επιπλέον οι οπαδοί κάθε ομάδας είναι σαν να βρίσκονται στο θέατρο όταν πάνε στο γήπεδο. Κάθονται και χειροκροτάνε. Εγώ δεν είμαι αυτό. Εμένα μ’ αρέσει να τρελαίνομαι. Οι οπαδοί της Λίβερπουλ είναι πιο παθιασμένοι, αλλά στην Αγγλία έχουμε μεγάλη παρουσία της αστυνομίας, securities και μας επιβλέπουν, απαιτούν να καθόμαστε κάτω.
Το ποδόσφαιρο στην Αγγλία είναι πολύ αυστηρό και έχει πολύ μεγάλη επιτήρηση. Στην Ελλάδα κάνετε ό,τι θέλετε. Μπαίνεις στο τρένο, ένας περνάει με εισιτήριο και από πίσω περνάνε ακόμα 10 άτομα. Ακόμα και στο γήπεδο υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία στην κερκίδα. Για μένα η Ελλάδα είναι η καλύτερη χώρα στον κόσμο. Τελεία. Γιατί κάθε χώρα έχει τα καλά και τα κακά της, αλλά εδώ έμαθα τη λέξη φιλότιμο. Μάλιστα έψαξα κι αυτό που λένε ότι δεν υπάρχει η ακριβής μετάφρασή της. Και είναι αλήθεια. Δεν μπορείς να το βρεις πουθενά στον κόσμο. Είναι η ελληνική νοοτροπία. Το μεντάλιτι. Ναι εντάξει υπάρχουν προβλήματα, αλλά εντάξει…».
Η Γουίμπλεντον των 80s έμεινε γνωστή ως «τρελή συμμορία». Δεν ήταν μία ομάδα με τους τυπικούς όρους. Κάποιοι τρελάκηδες τύποι με πάθος στο αλκοόλ έτοιμοι πάντοτε για τσαμπουκά. Δεδομένα δεν την χαρακτήριζε το εντυπωσιακό θέαμα, ούτε είχε πλούσιο παλμαρέ. Είχε καταφέρει ωστόσο να κατακτήσει ένα κύπελλο Αγγλίας κόντρα στη Λίβερπουλ το 1988! Ο πιο φημισμένος της παίκτης υπήρξε ο Βίνι Τζόουνς. Αν κάτι υπήρχε αδιαμφισβήτητα στο DNA της είναι η refuse to lose λογική και η μάχη (εντός κι εκτός εισαγωγικών) ως το τέλος.
Στις αρχές της νέας χιλιετίας, οι διοικούντες αποφάσισαν να μεταφέρουν τον σύλλογο από στο Μίλτον Κέινς κόβοντας έτσι τους δεσμούς με την τοπική κοινωνία. Ο νέος σύλλογος που συστάθηκε από την καρδιά της Γουίμπλεντον ονομάστηκε Μίλτον Κέινς Ντονς. Κάποιοι από τους οπαδούς της ομάδας, αντιδρώντας στην απόφαση των ιθυνόντων, αναγέννησαν την Γουίμπλεντον από τις στάχτες της, ξεκινώντας από το μηδέν ως «AFC Wimbledon».
Ο Φιλ θεωρήθηκε προδότης από τους οπαδούς της «AFC Wimblendon», γιατί συνέχισε να εργάζεται για κάποια χρόνια για την Γουίμπλεντον υπό τη νέα της διοικητική σύσταση και μορφή. Σταδιακά αυτά που τον απομάκρυναν από την ομάδα του νοτιοδυτικού Λονδίνου ήταν πολλά. Πλέον δηλώνει οπαδός του Ολυμπιακού τονίζοντας μάλιστα ότι το ταξίδι του στην Ελλάδα, πίσω το 2014, και η επαφή του με τον σύλλογο του Πειραιά επανανοηματοδότησαν τη ζωή του.
«Το γεγονός ότι ήρθαν στην Ελλάδα μου έσωσε τη ζωή. Μιλάω σοβαρά. Και ο Ολυμπιακός μου έδωσε νόημα στη ζωή μου. Δεν είχα πάει ποτέ ξανά να δω μπάσκετ, πόλο, χάντμπολ, βόλεϊ. Όταν ήρθα στην Ελλάδα πήγα σε όλα τα αθλήματα. Παράλληλα, όσο πιο συχνά ερχόμουν, τόσο πιο συχνά άκουγα “έλα φίλε”.»
Θυμάσαι κάποια τρελή ιστορία;
«Μια φορά ήμουν στο Λονδίνο για να πάρω την πτήση να έρθω στην Ελλάδα, και ήταν ένας Έλληνας που με κοιτούσε από μακριά. Φορούσα μπλούζα του Ολυμπιακού και αναρωτήθηκα τι θέλει. Σκέφτηκα ότι ίσως έχω μπλεξίματα. Όμως εκείνος με αναγνώρισε και μου είπε “είσαι ο τρελός Άγγλος”.»
Για τον Φιλ ή Φίλιπ η Ελλάδα και ο Ολυμπιακός είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας.
«Οι Έλληνες είναι διαφορετικοί από οποιονδήποτε άλλο λαό. Τον περασμένο Γενάρη, ο πατέρας μου, η γάτα μου και ο καλύτερός μου φίλος για 40 χρόνια πέθαναν όλοι μέσα σε ένα μήνα. Δεν είχα έρθει στην Ελλάδα για σχεδόν δύο χρόνια λόγω του Covid. Κι είχα τρελαθεί. Κάποιες φορές ήταν μη διαχειρίσιμο. Ένιωθα κατάθλιψη. Καθόμουν στον καναπέ κι έβλεπα βίντεο του Ολυμπιακού. Ο αγαπημένος μου παίκτης ήταν ο Ρομπέρτο, μου άρεσε πολύ και ο Ντομίνγκες».
Πλέον η ζωή του κινείται σε φόντο ερυθρόλευκο, σπεύδει να ξεκαθαρίσει ότι αποφεύγει τα πράσινα χρώματα και πως ακόμα και τα προσωπικά του προφίλ στα social media έχουν κάτι από Ολυμπιακό. «Δεν χρησιμοποιούσα facebook, αλλά για να επικοινωνώ με τους φίλους που έκανα στην Ελλάδα έφτιαξα. Κι επειδή στην Αγγλία υπάρχουν χιλιάδες Φίλιπ Τέιλορ προσάρμοσα το όνομά μου με τον Ολυμπιακό, για να μπορούν να με βρίσκουν οι φίλοι του Ολυμπιακού. Στην Αγγλία όταν τους δείχνω βίντεο από τα γήπεδα του Ολυμπιακού, μου λένε “ε αυτά δεν μπορούν να γίνουν στην Αγγλία, είναι τρελό”».